Το μεγάλο όνειρό του ήταν η Ελλάδα της Ορθοδοξίας και της Δικαιοσύνης

«Πού είσαι, ρε Χριστόδουλε», είναι μια φράση που ακούγεται όλο και περισσότερο αν και έχουν περάσει 15 χρόνια από την κοίμησή του (28 Ιανουαρίου του 2008) και την ανάδειξη στο θρόνο της Αρχιεπισκοπής του κ. Ιερωνύμου.

Πληθωρικός και ακούραστος για μια δεκαετία (1998-2008) κυριάρχησε στη ζωή του τόπου, συγκρούστηκε, αγωνίστηκε γι’ αυτά που πίστευε και υπηρετούσε με στόχο να λειτουργήσει ως «ο μέγας καμπανάρης» προκειμένου να αφυπνίσει χαλαρές συνειδήσεις για τη σωτηρία του έθνους των Ελλήνων.

Διέβλεψε τα δεινά που έρχονταν, κατακεραύνωσε τους πολιτικούς για τον τρόπο που χρησιμοποιούσαν τον λαό, τα έβαλε με τους ανθρώπους του πνεύματος και με όλους εκείνους οι οποίοι είχαν ξεμείνει από αξίες και όνειρα.

«Παιδιά, σας πάω»

Λάτρεψε τα παιδιά και τα έφερε πιο κοντά στην Εκκλησία, χωρίς να επιδιώξει να τα αλλάξει. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση ενός μαθητή ο οποίος όταν ρωτήθηκε για τον Χριστόδουλο είχε πει: «Αυτόν τον παππούλη τον πάω». «Σας πάω κι εγώ», είχε απαντήσει για να γίνει η φράση αυτή το «μότο» που ένωσε Εκκλησία και νέους.

Τους νέους, που συνήθιζε να τους λέει ανέκδοτα όχι για να γελάνε, αλλά γιατί τους ήθελε κοντά του με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο.

Ωστόσο, ο ίδιος ο Χριστόδουλος ήταν αυτός που έδινε το βήμα στη μεγάλη πορεία προς την αναγέννηση της Εκκλησίας και πολλές φορές πολεμήθηκε γι’ αυτό ακόμη και από το εσωτερικό της.

Πάντα όμως έβρισκε τρόπο να φεύγει προς τα μπρός αφήνοντας πίσω του όλους εκείνους οι οποίοι ήθελαν την Σύνοδο να ακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς να επιδιώκουν να παρέμβουν. Και τα κατέφερε. Δέκα χρόνια αφ’ ότου εξελέγη αρχιεπίσκοπος άλλαξε τα δεδομένα αγνοώντας κραυγές και ψίθυρους. Καθιερώθηκε ως εκκλησιαστικός ηγέτης και, κυρίως, ως ο άνθρωπος που ήρθε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά μιας κοινωνίας η οποία είχε αφεθεί στην κατανάλωση και τον ωχαδερφισμό .

Σήμερα αυτή η ανεκτίμητη παρακαταθήκη του μακαριστού αποτελεί φάρο για τις επόμενες γενιές κληρικών και λαϊκών.

Η πορεία του 

«Έξω από την πόρτα του Αγίου Πέτρου συνωστίζονταν διάφοροι, περιμένοντας την κρίση του. Εάν, δηλαδή, θα πάνε στον παράδεισο ή στην κόλαση. Μεταξύ αυτών, ένας οδηγός λεωφορείου, ένας οδηγός νταλίκας και ένας ιεροκήρυκας. Πέρασε πρώτος ο οδηγός του λεωφορείου και χωρίς πολλά-πολλά διάβηκε την πύλη του παραδείσου. Το ίδιο έγινε λίγο αργότερα με τον οδηγό νταλίκας. Βλέποντας αυτή την εξέλιξη, ο ιεροκήρυκας ανακουφίστηκε, θεωρώντας βέβαιο ότι και αυτός θα είχε την ίδια τύχη. Στάθηκε μπροστά στον Άγιο Πέτρο και του είπε ότι είναι ιεροκήρυκας.

– Α, ωραία, εσύ πας στην κόλαση.

– Μα, άγιέ μου, περάσατε στον παράδεισο δύο οδηγούς, που βρίζουν, που πίνουν, που…

– Αγαπητέ μου, αυτοί όταν τρέχουν στον δρόμο όλοι προσεύχονται στον Θεό να σωθούν. Όταν μιλάς εσύ, οι περισσότεροι φεύγουν από την εκκλησία. Άρα οι οδηγοί αυξάνουν τους πιστούς, ενώ εσύ τους διώχνεις».

Αυτό ήταν το πλέον αντιπροσωπευτικό και αγαπημένο ανέκδοτο του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, αλλά και το πλέον αποκαλυπτικό για το πώς ο ιεράρχης αντιλαμβανόταν την προσφορά προς την Ορθοδοξία, την οποία ουδέποτε περιόρισε στους κληρικούς.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ