Καταβαράθρωση του τζίρου των επιχειρήσεων έχει φέρει αν μη τι άλλο η ακρίβεια, με την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών να έχει κατακρημνιστεί. Σε δεύτερο επίπεδο το «πνίξιμο» της μικρής επιχείρησης αποτελεί κεντρική επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία με το πρόσχημα της εγκατάστασης μεγάλων σχημάτων στους επιμέρους κλάδους της οικονομίας επιλέγει να εγκαταστήσει ολιγοπώλια που συντηρούν και επαυξάνουν τον πληθωρισμό της απληστίας με εναρμονισμένες πρακτικές. Ενας από τους τρόπους που έχουν… εφευρεθεί είναι οι ρυθμίσεις ασφαλιστικών εισφορών με όρους που τελικά οδηγούν σε αδιέξοδο τους επαγγελματίες-οφειλέτες.
Ψαλίδι στην κατανάλωση
Οπως μαθαίνουμε από το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών (ΚΕΑΟ), οι ρυθμίσεις στις οποίες έχουν ενταχθεί –μέχρι τέλος Ιουνίου οι οφειλέτες ήταν 1,8 εκατ.– χάνονται με τη μορφή χειμάρρου. Ο λόγος, όπως πληροφορούμαστε, βρίσκεται στην καταβαράθρωση του τζίρου των επιχειρήσεων, αφού οι καταναλωτές υπό το βάρος της ακρίβειας ψωνίζουν ολοένα λιγότερα προϊόντα για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στον μηνιαίο οικογενειακό προγραμματισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με έρευνα της ΝielsenIQ ο τζίρος των σουπερμάρκετ στα είδη διατροφής ναι μεν αυξήθηκε κατά 10,9% μεταξύ Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2023, όμως σε όρους όγκου πωλήσεων καταγράφηκε αξιοσημείωτη μείωση κατά 1,5% σε σύγκριση με το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2022. Οταν λοιπόν υφίσταται τέτοια μείωση σε προϊόντα διατροφής στα σουπερμάρκετ εύκολα καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει στους υπόλοιπους κλάδους και δη στα μικρομάγαζα του λιανεμπορίου.

Ας έρθουμε όμως στο προκείμενο, που δεν είναι άλλο από την υπερταχεία απώλεια των ρυθμίσεων. Μέχρι την 30ή Ιουνίου, όπως προκύπτει από την τριμηνιαία έκθεση του ΚΕΑΟ, σε σύνολο 1,8 εκατ. ρυθμίσεων για συνολικά 24 δισ. ευρώ ήταν ενεργές ή ολοκληρώθηκαν μόλις οι 938.800, για οφειλές ύψους 7,22 δισ. ευρώ. Εύλογα προκύπτει ότι οι μισοί εκ των οφειλετών έχουν απολέσει τη ρύθμιση στην οποία είχαν υπαχθεί. Καθίσταται προφανής συνεπώς η αδυναμία των οφειλετών να αντεπεξέλθουν στους προτεινόμενους διά νομοθετικών ρυθμίσεων διακανονισμούς.
Ωστόσο προκύπτει και άλλο ένα στοιχείο: αν κάποιος αναλύσει τον αριθμό των οφειλετών ανά εύρος οφειλής, καταδεικνύεται ότι εντέλει οι ρυθμίσεις ασφαλιστικών εισφορών με τον τρόπο που θεσμοθετούνται δεν προσφέρουν.
Συγκεκριμένα, το 76,29% (σε απόλυτους αριθμούς 1,75 εκατομμύριο) των οφειλετών χρωστά ποσά μέχρι 15.000 ευρώ, ενώ άλλο ένα 12,91% (296.872) χρωστά μέχρι 30.000 ευρώ. Αρα σχεδόν το 90% των οφειλετών χαρακτηρίζονται μικροοφειλέτες και είναι αυτοί που εντέλει πνίγονται από τις ρυθμίσεις.
Ρυθμίσεις-λαιμητόμος
Το θέμα όμως είναι γιατί πνίγονται. Σήμερα, με έναν πρωτοφανή σχεδιασμό, όποιος υπαχθεί στη ρύθμιση και λόγω αδυναμίας καταβολής δημιουργήσει νέες οφειλές απλώς θα πρέπει να απολέσει τη ρύθμιση. Ας το δούμε με παράδειγμα: Οφειλέτης ο οποίος έχει οφειλή 10.000 ευρώ και τη ρυθμίζει σε 24 δόσεις καλείται να καταβάλει μηνιαίως 416,67 ευρώ. Αν καταβάλει συνολικά πέντε δόσεις, τότε θα του μένουν 7.916,67 ευρώ από τις παλιές οφειλές. Αν παρόλο που είναι συνεπής στην καταβολή των δόσεων δημιουργήσει νέες οφειλές από τα τρέχοντα –είτε δικές του ασφαλιστικές εισφορές είτε των μισθωτών που απασχολεί–, αυτομάτως καταργείται η ρύθμιση χωρίς δυνατότητα να προβεί σε νέα και υποχρεούται πλέον να καταβάλει το σύνολο της οφειλής εφάπαξ. Στην πράξη γι’ αυτό χάνονται οι περισσότερες εκ των ρυθμίσεων και όχι επειδή κάποιοι είναι «στρατηγικοί κακοπληρωτές» που απλώς πληρώνουν μία δόση, λαμβάνουν ασφαλιστική ενημερότητα και διεκπεραιώνουν κάποια υποχρέωσή τους.