«Χαστούκι» για την καθυστέρηση στην έρευνα για το πολύκροτο σκάνδαλο των υποκλοπών ήταν η τοποθέτηση του προέδρου της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, Χρήστου Ράμμου, στην επιτροπή LIBE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στον απόηχο της εξέλιξης πως η Εισαγγελία Αρείου Πάγου κατάλαβε μετά από σχεδόν έναν χρόνο ότι είναι «μείζονος σημασίας» και την «αναβαθμίζει».
Ειδικότερα, μετά την τοποθέτησή του στην επιτροπή PEGA πριν από λίγο καιρό, και μετά τις εξελίξεις στην ΑΔΑΕ με την πραξικοπηματικού χαρακτήρα αντικατάσταση μελών στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, ο κ. Ράμμος επανήλθε, αυτή τη φορά στη LIBE, στηλιτεύοντας το ότι η ελληνική δικαιοσύνη εδώ και 18 μήνες δεν έχει κάνει τίποτα, δεν έχει διώξει κανέναν για τις υποκλοπές, αλλά σπεύδει να διώξει δύο μέλη του εποπτικού οργάνου που απλώς έκαναν το καθήκον τους.
Προσθέτει επίσης, σε άλλο σημείο της τοποθέτησής του ότι: «Ήταν μεγάλο σοκ για μένα η δίωξη δύο εξαιρετικών συνεργατών μου, της Κατερίνας Παπανικολάου και του Στέφανου Γκρίτζαλη. Έχω συνεργαστεί μαζί τους χρόνια και μπορώ να εγγυηθώ για τον επαγγελματισμό τους προς το καθήκον τους. Παρόλο που δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες για τους λόγους που έχουν διωχθεί, είμαι πλήρως πεπεισμένος ότι η εισαγγελία θα διαψευστεί σύντομα. Λυπάμαι ότι κάποιοι από τους καλύτερους αξιωματούχους της Ελλάδας υφίσταται όλα αυτά».
Επίσης, υπογράμμισε πως τους προηγούμενους μήνες η ΑΔΑΕ και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δέχθηκαν αυξανόμενες πιέσεις.
Αναλυτικότερα η τοποθέτηση του Χρήστου Ράμμου στη LIBE:
«Είχαμε συναντηθεί ξανά στις 7 Μαρτίου με την Επιτροπή σας. Θα περάσω στα γεγονότα. Από το τέλος του 2022 ο Τύπος στην Ελλάδα ανέφερε πως το απόρρητο των επικοινωνιών, μεταξύ τους δημόσιων αξιωματούχων, είχε παραβιαστεί, κατά παράβαση της διαδικασίας που ορίζει ο νόμος. Αυτό προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον στην κοινή γνώμη», ανέφερε εισαγωγικά.
Και συνέχισε: «Σαν αποτέλεσμα η ΑΔΑΕ έλαβε πολυάριθμα αιτήματα, που προκάλεσαν αρκετές έρευνες που παραμένουν σε εξέλιξη και είναι μυστικές, όπως επιβάλλει ο νόμος. Υπάρχει διαρκής επαφή με τους εισαγγελείς που ερευνούν το ποινική διάσταση της υπόθεσης. Ήθελα να πω το εξής. Στο τέλος του Νοεμβρίου του 2022 είχαμε νέα νομοθεσία, που άλλαξε την διαδικασία για την άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών. Κατόπιν, όταν ήρθαμε σε επαφή με πάροχο τηλεπικοινωνιών, έστειλε ένα αίτημα στην εισαγγελία του Αρείου Πάγου για να παράσχει σχετικά στοιχεία, υπό το νέο νομικό πλαίσιο. Ο εισαγγελέας του ΑΠ εξέδωσε μη δεσμευτική γνωμοδότηση ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον την δυνατότητα να πραγματοποιεί έρευνες είτε αυτοβούλως είτε κατόπιν αιτήματος πολίτη. Η γνωμοδότηση συνοδευόταν από απειλές ότι αν η ΑΔΑΕ δεν συμμορφωνόταν με τη γνωμοδότηση, πιθανώς θα υφίσταντο δίωξη με κατηγορίες όπως η κατασκοπεία μέλη της διοίκησης και του προσωπικού της. Όμως, βασιζόμαστε στον νόμο 3115/2003, που δεν τροποποιήθηκε καθόλου από τον νόμο του 2022, στον οποίο βασίστηκε ο εισαγγελέας. Δήλωσα δημοσίως ότι αυτή η γνωμοδότηση αντίκειται στην συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ».
Είπε ακόμα: «Μετά από αυτά, ζήτησα να καταθέσω στην Επιτροπή Διαφάνειας του Ελληνικού Κοινοβουλίου προκειμένου για να τους ενημερώσω τη Βουλή για τα ήδη υπάρχοντα ευρήματά μας από τις έρευνες. Το αίτημα απορρίφθηκε από τον πρόεδρο της Επιτροπής και τον πρόεδρο της Βουλής. Μετά, με προσέβαλαν και με απείλησαν προσωπικά, δημοσίως από βουλευτές και αξιωματούχους της κυβέρνησης, όταν η ΑΔΑΕ προσπάθησε να ενημερώσει τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με βάση δικό του αίτημα που εδράζεται στην κείμενη νομοθεσία (5002/2022, άρθρο 8, παράγραφος 6), να μάθει αν υπήρξαν στόχος παρακολούθησης υψηλά ιστάμενοι δημόσιοι αξιωματούχοι από την κρατική υπηρεσία πληροφοριών, την ΕΥΠ».