Φωτιά έχουν πάρει οι τιμές στα τρόφιμα, καθώς, παρά την πτώση του δείκτη τιμών καταναλωτή, ο πληθωρισμός στα είδη βασικής διατροφής «τρέχει» με διψήφιο ποσοστό κάθε μήνα που περνά.

Η ακρίβεια μαστίζει τα ελληνικά νοικοκυριά, με αποτέλεσμα να «ροκανίζεται» συνεχώς το διαθέσιμο εισόδημα, πόσο μάλλον των πολιτών με χαμηλά ή μεσαία εισοδήματα, τα οποία έχουν να αντιμετωπίσουν τους φόρους, αλλά και τις αυξημένες δόσεις στα δάνεια. Οι αυξήσεις των τιμών ακόμα και σε βασικά είδη διατροφής αποτελούν έναν τεράστιο «πονοκέφαλο» για τους καταναλωτές, οι οποίοι γνωρίζουν πως οι αποδοχές τους μένουν σταθερές εδώ και χρόνια, ωστόσο οι τιμές των προϊόντων πολύ δύσκολα θα επιστρέψουν στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης και τα φαινόμενα αισχροκέρδειας που παρατηρούνται στην αγορά.

Ειδικότερα, η αύξηση κατά 11,4% που καταγράφεται για τον Απρίλιο του 2023 από την ΕΛΣΤΑΤ είναι περίπου ίδια με την αύξηση κατά 11,3% που κατέγραψε η Αρχή έναν χρόνο πριν, τον Απρίλιο του 2022. Ωστόσο, οι τιμές της ενέργειας τον Απρίλιο του 2022 είχαν αύξηση 57,6%, ενώ τον φετινό Απρίλιο κατέγραφαν μείωση 17,8%. Οι αιτίες της διαφορετικής αυτής πορείας είναι ότι οι τιμές των τροφίμων επηρεάζονται από δύο παράγοντες: το κόστος της ενέργειας και το κόστος των υπόλοιπων μέσων παραγωγής,
καθώς και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, τα οποία δεν έχουν ακόμη ξεπεραστεί.

Παράγοντες της αγοράς σημειώνουν πως πρώτες μειώσεις άρχισαν από την αγορά των γαλακτοκομικών (γιαούρτι και τυριά με αγελαδινό γάλα), ενώ καλύτερες τιμές μέσω
προσφορών διαπιστώνονται σε ορισμένα προϊόντα και στις κατηγορίες των ζυμαρικών, του κοτόπουλου και των αλεύρων. Ωστόσο, είναι σταγόνα στον ωκεανό, καθώς πρόκειται για προϊόντα που οι τιμές τους αυξήθηκαν υπέρογκα όλη την προηγούμενη διετία. Σε κάθε περίπτωση, όπως λένε οικονομικοί αναλυτές, θα πρέπει να εξαντληθούν τα ακριβά αποθέματα σε πρώτες και δεύτερες ύλες πριν αρχίσουν να υποχωρούν οι τιμές των τελικών προϊόντων. Αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικές μειώσεις τιμών σε βασικά τρόφιμα δεν θα δούμε μέχρι τον προσεχή Οκτώβριο.

Διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν ότι η πτώση των διεθνών τιμών, κυρίως εκείνων που αποτελούν χρηματιστηριακό είδος, όπως τα σιτηρά, το πετρέλαιο, η ζάχαρη ή το κρέας, καθυστερούν πολλούς μήνες μέχρι να περάσουν στη λιανική. Αυτή η χρονική υστέρηση όσον αφορά το πέρασμα των αυξήσεων ή των μειώσεων των διεθνών τιμών στις λιανικές εκτιμάται από το ΔΝΤ σε ανάλυσή του σε 6 έως 12 μήνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) προκύπτει ότι οι διεθνείς τιμές των τροφίμων, οι οποίες διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, μειώθηκαν φέτος τον Μάρτιο, για 12ο συνεχόμενο μήνα, μετά το ράλι που έκαναν το 2021 και το πρώτο τρίμηνο του 2022.

Ο γενικός δείκτης τιμών του FAO ήταν μειωμένος κατά 20,5% σε σχέση με τα υψηλά επίπεδα του Μαρτίου 2022, καθώς μειώθηκαν οι τιμές στα φυτικά έλαια (47,7%), στα δημητριακά (18,6%), στα γαλακτοκομικά προϊόντα (15,6%) και τα κρέατα (5,3%), και μόνο οι τιμές της ζάχαρης συνέχισαν την ανοδική τους κούρσα, σκαρφαλώνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2016. Επίσης, οι εγχώριες τιμές επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από τη φύση της παραγωγής διάφορων αγροτικών προϊόντων, όπως π.χ. του ελαιολάδου, η παραγωγή του οποίου γίνεται μία φορά τον χρόνο. Επομένως, η τιμή του στα ράφια δεν θα μειωθεί παρά μόνο με τη νέα παραγωγή του στα τέλη του έτους, εφόσον το κόστος της είναι μειωμένο, όπως αναμένεται λόγω της μείωσης στις τιμές σημαντικών αγροτικών εισροών, όπως των λιπασμάτων και της ενέργειας.

Προηγούμενο άρθροΚαταρρέουν παντού! Πέφτουν στους δρόμους, πεθαίνουν στα αυτοκίνητα, σε πλατείες καφετέριες και όπου μπορεί να φανταστεί κανείς
Επόμενο άρθροΔεν υπολογίζουν τίποτα! Ο Γιάννης Μελάς γέμισε με διαφημιστικά έντυπα όλα τα εκλογικά τμήματα της Α’ Πειραιά