Το Ειρηνοδικείο Φλώρινας με την υπ΄αριθ. 27/ 28 Ιουλ. 2022 Απόφασή του που ανακοινώθηκε στο Δελτίο Δικαστικών Εκδόσεων της 7ης Νοε.2022, προέβη στην έγκριση και επικύρωση του Καταστατικού του Συλλόγου υπό την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα», (ΚΜΓ), με (φαινόμενη) έδρα την Φλώρινα.

Κύριοι σκοποί του συλλόγου κατά το άρθρο 2 του Καταστατικού είναι η υποστήριξη : Της Οργάνωσης της διδασκαλίας της επίσημης Μακεδονικής γλώσσας στους πολίτες της Ελλάδας, μέσω διαδικτυακής ιστοσελίδας – Της μελλοντικής εισαγωγής της μακεδονικής τυποποιημένης γλώσσας ως προαιρετικού μαθήματος σε δημόσια σχολεία (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) και πανεπιστήμια που βρίσκονται στις Περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης – Της μελλοντικής ίδρυσης παιδαγωγικών σχολείων/τμημάτων στα υπάρχοντα πανεπιστήμια της βόρειας Ελλάδας για την εκπαίδευση τοπικών εκπαιδευτικών της μακεδονικής γλώσσας, καθώς και αναλυτικό πρόγραμμα και το διδακτικό προσωπικό.

Το πρώιμο ιστορικό της «Μακεδονικής» γλώσσας ανάγεται στο 1934, όταν η Κομμουνιστική Διεθνής που ασχολήθηκε με το «Μακεδονικό Ζήτημα», έλαβε Απόφαση για την διαμόρφωσή της. Τον Αύγουστο 1944, ο Τίτο μετονόμασε τα Σκόπια από «Βαρντάρσκα» σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και καθιέρωσε ως ομιλούμενη γλώσσα την «Μακεδονική», με προφανή σκοπό την απευθείας παραπομπή της στην ελληνική γλώσσα της Ελληνικής Μακεδονίας, ώστε, εν καιρώ, το κρατικό μόρφωμα των Σκοπίων να «υποκλέψει» εθνική (μακεδονική) ταυτότητα, της οποίας ένα εκ των κυρίων χαρακτηριστικών είναι η γλώσσα.

Στην πραγματικότητα η «Μακεδονική» ως ιδιαίτερη γλώσσα ουδέποτε υπήρξε. Κατά τον καθηγητή της Γλωσσολογίας κ. Γ. Μπαμπινιώτη, πρόκειται για μια παλαιόθεν ομιλούμενη σλαβική/ βουλγαροσερβική γλώσσα, η οποία,

πράγματι, ανήκει στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών όπως αναγνωρίζει η Συμφωνία των Πρεσπών ,  ως γραφή χρησιμοποιεί το σλαβικό κυριλλικό αλφάβητο και δεν έχει καμία σχέση με την Ελληνική γλώσσα, την κουλτούρα και την κληρονομιά  του  αρχαίου Μακεδονικού κράτους (άρθρο 7 παρ.4 της Συμφωνίας). Την αυτήν προσέγγιση ακολουθεί και η «Λευκή Βίβλος» της Βουλγαρίας (Φεβρουάριος 2021) στην οποίαν   αναφέρεται ότι από το σύνολο των λέξεων της «μακεδονικής» ονομαζόμενης διαλέκτου, το 90% είναι βουλγαρικής προέλευσης (!!).

Στις 17  Ιουν. 2018, υπεγράφη η  Συμφωνία των Πρεσπών η οποία, στο  άρθρο 1(3)(γ), προβλέπει ότι η επίσημη γλώσσα της «Βορείου Μακεδονίας» θα  είναι η «Μακεδονική», όπως αναγνωρίσθηκε  από την Τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων (Αθήνα 1977). Εδώ, όμως, πρόκειται για μια καθαρή  γλωσσική απάτη. Διότι η εν λόγω Διάσκεψη  ήταν αυστηρά τεχνικού χαρακτήρα, με αποκλειστικό έργο την δια μεταγραμματισμού (transliteration) τυποποίηση (standardization) των   γεωγραφικών ονομάτων των χωρών που δεν χρησιμοποιούσαν λατινικό αλφάβητο και σε καμία περίπτωση δεν συνιστούσε επίσημη αναγνώριση οιασδήποτε γλώσσας, Συνεπώς, η δια της Συμφωνίας των Πρεσπών   αναγνώριση της   «Μακεδονικής» είναι τυπικά και ουσιαστικά ανυπόστατη.

Επανερχόμενοι στο θέμα του ΚΜΓ,   διαπιστώνουμε   από την ιστοσελίδα του (www.makedonski.gr) ότι πίσω  από το εγκριθέν   Καταστατικό του   ενεργεί η σκοπιανή προπαγάνδα η οποία κατευθύνει τα μέλη του προς επίτευξη των σκοπών του με πρώτο και κύριο την διαδικτυακή  διδασκαλία και  διάδοση της «Μακεδονικής», έως ότου αυτή αναγνωρισθεί επισήμως από την ελληνική κυβέρνηση ως «μειονοτική». Στα πλαίσια επιτυχίας αυτού  του στόχου, η  πρόβλεψη στο Καταστατικό περί  εισαγωγής της «Μακεδονικής» ως προαιρετικού μαθήματος στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια  εκπαίδευση και την ίδρυση παιδαγωγικών τμημάτων στα πανεπιστήμιά μας, θα γίνει  ο «δούρειος ίππος» που θα επιτρέψει στα αλυτρωτικά στοιχεία που ουδόλως έχουν απαλειφθεί από τα σκοπιανά γραπτά (σχολικά βιβλία, χάρτες, συγγράμματα κλπ) και την προφορική τους παράδοση, να   επηρεάσουν υπέρ των θέσεων των Σκοπιανών τις   ιδέες και     φρόνημα της   νεολαίας μας και του Ελληνικού Λαού, ευρύτερα. Αυτοί οι «επεκτατικοί» γλωσσικοί σχεδιασμοί  των Σκοπιανών στην Ελλάδα, εκτός του ότι είναι εκ του πονηρού, συνιστούν  και κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης των Πρεσπών η     οποία,   ως ελέχθη , προβλέπει  την  «Μακεδονική» εξ ορισμού και κατά λογική ερμηνεία να   ομιλείται και να γράφεται αποκλειστικά από τους πολίτες της «Βόρειας Μακεδονίας» και μόνο εντός των γεωγραφικών ορίων αυτής. Τουτέστιν δεν μπορούν να εφαρμοσθούν σε καμία άλλη χώρα, πολύ δε περισσότερο στην Ελλάδα με την οποίαν υπάρχουν ιδεολογικές διαφορές τις οποίες υποτίθεται ότι τείνει να  εξαλείψει η Συμφωνία των Πρεσπών.

Εφαλτήριο για τους Σκοπιανούς το Καταστατικό του ΚΜΓ,  θα τους  δώσει την ευκαιρία να επαναφέρουν το ζήτημα της   (ανύπαρκτης) μειονότητας των «Μακεντόνετς»,  πληθυσμιακών, δηλαδή,  ομάδων  σλαβογενών Έλλήνων υπηκόων  των  παραμεθορίων περιοχών της   Μακεδονίας, ιδίως της Δυτικής, οι οποίοι, στο σλαβικό ιδίωμα που ομιλούν ως δεύτερη γλώσσα, έχουν δώσει  τον αυθαίρετο χαρακτηρισμό  «Μακεδονική», ισχυρίζονται ότι αποτελούν «μακεδονική μειονότητα» και  είναι συσπειρωμένοι περί το γνωστό   «Ουράνιο τόξο», ένα  ελληνικό κόμμα με έδρα την Φλώρινα και μηδενικό εκλογικό ποσοστό ψήφων. Μνηστέον ότι στην Ελλάδα σήμερα η μόνη μειονότητα που αναγνωρίζεται, βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης  1923, είναι η μουσουλμανική (θρησκευτική) στη  Θράκη. Η τουρκική γλώσσα που ομιλούν τα μέλη της αντιμετωπίζεται από το Ελληνικό κράτος ως ισότιμη με την Ελληνική στα μειονοτικά σχολεία της περιοχής. Αλλά και  με το θέμα των Μακεντόνετς παρουσιάζεται πάλι    παραβίαση της Συνθήκης των Πρεσπών, αφού το άρθρο 1 παρ.3β αυτής μόνο στους κατοίκους  του  κράτους της  Βόρειας  Μακεδονίας επιτρέπει  να έχουν ιθαγένεια «Μακεδονική/ πολίτης Βόρειας Μακεδονίας». Συνεπώς οι Μακεντόνετς που ζουν στην Ελλάδα θεσμικά δεν νομιμοποιούνται να έχουν διπλή ιθαγένεια και δεν μπορούν να θεωρούνται   μειονοτικοί απλά διότι αυτοαποκαλούνται «εθνικοί Μακεδόνες».