Έκθεση-«βόμβα» της JP Morgan θέτει υπό αμφισβήτηση την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, παρά τη μείωση του δείκτη «χρέος προς ΑΕΠ», καθώς οι αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονται, η οικονομία αναμενόμενα επιβραδύνεται και ο γηράσκων πληθυσμός είναι ένας «εκρηκτικός μηχανισμός» στα θεμέλια του συνταξιοδοτικού συστήματος και των δημόσιων οικονομικών.
Προσθέτει μάλιστα ότι η ισχυρότερη ονομαστική ανάπτυξη από το επιτόκιο ανοίγει την πόρτα για μια δυναμική τύπου «σχήματος Ponzi», σύμφωνα με το οποίο οι κυβερνήσεις θα πρέπει για πάντα να παρουσιάζουν ελλείμματα και πάντα να μεταβάλλουν τις υποχρεώσεις τους και να αναπτύσσονται από οποιαδήποτε θέση χρέους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει αυξηθεί σημαντικά στις ανεπτυγμένες αγορές.
Προτού ακόμη ξεσπάσει η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, είχε εκτιναχθεί πάνω από 30% για 13 από τις 21 μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες που περιλαμβάνονται στο δείγμα των χωρών που εξετάζει η JP Morgan.
Σημειώνεται πως για 9 μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες αυξήθηκε πάνω από 45%.
Μετά την απομόχλευση που σημειώθηκε την περίοδο που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έως τη δεκαετία του 1960, το δημόσιο χρέος σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες άρχισε να αυξάνεται, αρχής γενομένης από το 1970 και εξής.
Μέχρι το 2007, το ποσοστό του χρέους είχε αυξηθεί κατά 40%, σε 74%, σημειώνοντας αύξηση περίπου 1% ετησίως.
Ωστόσο, ο ρυθμός αυτός άλλαξε σημαντικά τα τελευταία 15 χρόνια.
Μάλιστα, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής στήριξης που παρασχέθηκε εκ μέρους των κυβερνήσεων μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά και την πανδημική κρίση, το χρέος, κατά μέσο όρο, άγγιξε το 122% του ΑΕΠ το 2022.
Παρότι σχεδόν όλες οι χώρες έχουν δει αύξηση του χρέους, τα αποτελέσματα ποικίλλουν.
Από το 2007, το ακαθάριστο χρέος του δημόσιου τομέα έχει αυξηθεί 90% στην Ιαπωνία, ενώ στην Ελλάδα και στην Ισπανία κατά 81%.
Οι ΗΠΑ έρχονται στην τέταρτη θέση, με το ακαθάριστο χρέος να εκτινάσσεται κατά 61% από το 2007.
Οι οικονομίες της Βόρειας Ευρώπης της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας και του Βελγίου σημείωσαν πολύ μικρότερες αυξήσεις τα τελευταία 15 χρόνια.
Από την άλλη, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ στη Νορβηγία, τη Σουηδία και την Ελβετία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μειώθηκε.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι χώρες που σημείωσαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις είναι επίσης οι χώρες με τα μεγαλύτερα συνολικά επίπεδα χρέους.
Για την Ιαπωνία, την Ελλάδα και την Ιταλία, τα ακαθάριστα χρέη «πρώτευσαν» το 2007.
Παρουσίασαν δε τη μεγαλύτερη αύξηση μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση και την πανδημία.
Πέρα από αυτές τις προαναφερθείσες ακραίες περιπτώσεις, η αύξηση του χρέους από το 2007 εμφανίζει ευρεία βάση.