Η βιομηχανία γάλακτος αγοράζει το γάλα από τον παραγωγό, κατά μέσον όρο στα 0,52 € το κιλό, η σε πληρωμή γίνεται υπάρξει εργαστηριακός έλεγχος και διαπιστωθεί ότι το γάλα πληροί τις προκαθορισμένες τιμές: Λίπος άνω 3,7. Πρωτεΐνη πάνω από 3,2 με 3,3 και λιποπρωτίνη πάνω από 6,9 – 7,0.
Το γιατί η γαλακτοβιομηχανία επιλέγει γάλα με αυξημένο λίπος ενώ στο ράφι διαφημίζει το πράσινο γάλα με τα 0% θα το δούμε στην συνέχεια.
Η αγελάδα παράγει 32-33 λίτρα γάλα την ημέρα. Για να είναι παχύ το γάλα με αυξημένα λιπαρά το ζώον χρειάζεται 45 κιλά τροφή ανα εικοσιτετράωρο.
Καλαμπόκι σπυρί 4,8κιλά
Κριθάρι 1,2 κιλά
Σόγια 3,8 κιλά
Καραβάλευρο 1,2 κιλά
Ζαχαρόπαστα 2 κιλa
Μελάσα 1,8 κιλά
Ενσύρωση καλαμποκιού 25 κιλά
Χονδροειδή τροφή 3 κιλά
Ενσύρωση λολιομ 1,5 κιλά
Βιταμίνες, ιχνοστοιχεία, μαγιά, σόδα, λίπος φυτικό 700 γραμμάρια
Η ημερήσια διατροφή μιας αγελάδας ανέρχεται στα 13,40€ . Επομένως το κόστος του γάλακτος για τον παραγωγό ανέρχεται στα 0,42€ ανά λίτρο και το πουλάει στην βιομηχανία 0,54€. Όμως στο κόστος παραγωγής του γάλακτος θα πρέπει να προστεθούν και τα κτηνιατρικά και ενεργειακά έξοδα. Επομένως το καθαρό κέρδος για τον αγγελαδοπαραγωγό είναι ζήτημα να αγγίξει τα 0,04€ . Όπερ σημαίνει ότι ο Έλληνας κτηνοτρόφος οδηγείται για κλείσιμο ή στην φυλακή.
Το μεγάλο κόλπο με τις γαλακτοβιομηχανίες είναι ότι υποχρεώνουν τους αγγελαδοτρόφους να ανεβάζουν το κόστος διατροφής των ζώων για να παράγουν γάλα με αυξημένα λιπαρά τα οποία εν συνεχεία εκείνες μέσω της επεξεργασίας και παστερίωση.
Ιδιωτικοποίηση βασικών αγαθών: O πραγματικός δρόμος προς τη δουλεία
Τι σημαίνει καταναλωτής; Η λεγόμενη οικονομική επιστήμη, στη θεωρία περί καταναλωτή, μας λέει τα εξής: «Ο καταναλωτής, ως άτομο ή ως νοικοκυριό, είναι η μονάδα αποφάσεων που κάτω από τον περιορισμό των οικονομικών μέσων (εισοδήματος) επιλέγει εκείνον τον συνδυασμό των αγαθών, ο οποίος μεγιστοποιεί την ικανοποίηση του. Η επιλογή στην κατανάλωση γίνεται βάσει μιας κλίμακας ή διατάξεως προτιμήσεων (preference ordering) συνδυασμών των αγαθών, οι οποίοι μπορούν να αγοραστούν με το δεδομένο εισόδημα του καταναλωτή. Μεταξύ όμως των συνδυασμών αγαθών επιλέγεται ένας ο οποίος μεγιστοποιεί την ικανοποίηση του καταναλωτή». Σκοπός λοιπόν του καταναλωτή είναι η μεγιστοποίηση της ικανοποίησης του, ή της χρησιμότητας του (utlility), όπως ειναι ο οικονομικός όρος.
Τα παραπάνω συνθέτουν τη ζήτηση, τον έναν από τους δύο πυλώνες που ρυθμίζουν την αγορά, με τον άλλο να είναι η πλευρά των παραγωγών/πωλητών που συνθέτουν την προσφορά. Η προσφορά και η ζήτηση ρυθμίζουν τις αγορές μέσω του μηχανισμού των τιμών. Ας φανταστούμε μια άτυπη δημοπρασία όπου καταναλωτές και πωλητές παζαρεύουν κι εντέλει καταλήγουν σε μια κοινά αποδεκτή τιμή, την τιμή ισορροπίας. Οι καταναλωτές υποτίθεται πως πρέπει να έχουν πλήρη πληροφόρηση για το κάθε προϊόν που διατίθεται στην αγορά (το κόστος του, την ποιότητα του, το κόστος και την ποιότητα των υποκατάστατων ανταγωνιστικών προϊόντων κλπ) ώστε να είναι σε θέση να συμμετέχουν ισότιμα στο παζάρι.
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία η προσφορά και η ζήτηση είναι δυνάμεις αντίρροπες. Οι μεν πωλητές επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση τους κέρδους τους, οι δε καταναλωτές της ικανοποίησης τους. Η δύναμη του καταναλωτή είναι η επιλογή, η ζήτηση συμμετέχει στην εκκαθάριση της αγοράς διαμέσου αυτής της δύναμης του καταναλωτή να επιλέγει να αγοράσει ή, κυρίως, να μην αγοράσει. Έτσι παλατζάρουν οι αντίρροπες δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης, ο μεν πωλητής προφανώς και επιθυμεί να πωλήσει όσο το δυνατόν ακριβότερα αλλά επειδή ο καταναλωτής έχει την ελευθερία της επιλογής, δεν αγοράζει αυτό που κρίνει ως υπερτιμημένο, αναγκάζοντας τον πωλητή να ρίξει τη τιμή, εξισορροπώντας την αγορά.
Όταν όμως αυτή η δύναμη του καταναλωτή να επιλέγει αίρεται, τι συμβαίνει; Ας φανταστούμε ότι έχουμε χαθεί σε μια έρημο. Ξαφνικά βλέπουμε μπροστά μας έναν τυπάκο να πουλάει νερά. «Πόσο το μπουκαλάκι;» ρωτάμε, «2000€» λέει, «αν σ’αρεσει». Προφανώς εκεί δεν υπάρχει επιλογή, ή πληρώνεις ή, αν έχεις δυνάμεις, τον πλακώνεις στις μάπες και πίνεις νεράκι. Ο λόγος που σε αυτό το ακραίο παράδειγμα αίρεται το δικαίωμα της επιλογής είναι επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το νερό έχει για μας μηδενική ελαστικότητα ζήτησης, είναι απόλυτα απαραίτητη η κατανάλωσή του αλλιώς κινδυνεύει η ίδια μας η ύπαρξη. Ας αναλογιστούμε τώρα ένα φάρμακο, πχ την ινσουλίνη για τους διαβητικούς. Ένας διαβητικός δεν μπορεί να διαβιώσει χωρίς την λήψη ινσουλίνης.
Επομένως, σε ένα καθεστώς ιδιωτικοποιημένης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, εφόσον όπως είπαμε δεν αντιμετωπίζεται ως ασθενής αλλά ως καταναλωτής, οι επιλογές του είναι ή πληρώνεις όσα σου ζητούνται ή πεθαίνεις, δηλαδή δεν υπάρχει η επιλογή της μη κατανάλωσης. Στα αγαθά πρώτης ανάγκης η ζήτηση χάνει τη δυναμή της, ο καταναλωτής δεν δύναται να μην καταναλώσει τα εν λόγω αγαθά απλούστατα επειδη στην ανάλυση κόστους/οφέλους που θα κάνει στο μυαλό του, το κόστος που του ζητείται να καταβάλλει δεν σχετίζεται με το όφελος μιας στιγμιαίας απόλαυσης που θα λάβει καταναλώνοντας πχ μια μπύρα, πράγμα που σημαίνει πως αν η τιμή ειναι πάνω απο την αναμενόμενη απλώς θα επιλέξει να μην λάβει την απόλαυση απο την κατανάλωση μιας μπύρας, αλλά με την διατήρηση της ίδιας του της ζωής και του συνηθισμένου βιοτικού του επιπέδου. Στα ανελαστικά αγαθά (υγεία, νερό, ηλεκτρισμός κλπ), το παιχνίδι της αγοράς, εφόσον αυτά ενταχθούν πλήρως σε αυτό, παίζεται αποκλειστικά από τη μεριά της προσφοράς, οι «καταναλωτές» δεν έχουν λόγο αφού δεν έχουν επιλογή.